Ληνέων

Ληνέων
Λῆναι
fem gen pl (epic ionic)
Ληνεύς
masc gen pl
Ληνέω̆ν , Ληνεύς
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ληνεών — ληνεών, ῶνος, ὁ (Μ) [ληνός] ο τόπος όπου βρίσκεται ο ληνός, το πατητήρι …   Dictionary of Greek

  • ληνέων — λη̱νέων , λῆνος wool neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληνεῶνα — ληνεών the place of the masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληνός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (AM ληνός, ἡ και ὁ, Α δωρ. τ. λανός) μικρό κτίσμα …   Dictionary of Greek

  • ληνών — ληνῶν, ῶνος, ὁ (Α) [ληνός] ληνεών* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”